ληματούμαι

ληματούμαι
ληματοῡμαι, -όομαι (Α) [λήμα (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «λεληματωμαι
λῆμα ἔχω εἰς τὸ ἔργον», είμαι γεμάτος θάρρος, τόλμη, αποφασιστικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”